- φαιδρύναι
- φαιδρύ̱ναῑ , φαιδρύνωmake brightaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαιδρῦναι — φαιδρύνω make bright aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)